ὑπηρετοῦντος

ὑπηρετοῦντος
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”